- φυσιολογισμός
- ο, Νιατρ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε νόσος οφείλεται σε διαταραχή τών ζωτικών λειτουργιών τού οργανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολογ-ία + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαράλ. Παμπούκη].
Dictionary of Greek. 2013.